- νεωκορία
- νεωκορ-ία, [dialect] Ion. -ιη, ἡ,A office of a νεωκόρος, Ph.1.695, Plu.2.351e, IG14.1026, Man. 4.430 (pl.): written [full] νεοκορεία in IGRom.3.584 ([place name] Sidyma).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεωκορία — η (Α νεωκορία και νεωκορεία και ιων. τ. νεωκορίη) [νεωκόρος] το έργο και το καθήκον τού νεωκόρου, η καθαριότητα, η φροντίδα τού ναού … Dictionary of Greek
νεωκορίας — νεωκορίᾱς , νεωκορία office of a fem acc pl νεωκορίᾱς , νεωκορία office of a fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεωκορίαν — νεωκορίᾱν , νεωκορία office of a fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεωκορίης — νεωκορία office of a fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεωκορίῃσι — νεωκορία office of a fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
НЕОКОРЫ — • Νεωκόροι, (стража храма, наблюдатели храма, аеditui), это были лица обоего пола, под присмотром и охраной которых находился храм со всем ему принадлежащим (νεωκόρος ο̉ τòν ναòν κoσμω̃ν καὶ σαρω̃ν по Etym. Magn.). Это был сначала… … Реальный словарь классических древностей